influencer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
influencer | influencers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
influencer (en)
- άτομο ή αντικείμενο που επηρεάζει την κοινή γνώμη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
influencer (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη influer