inglês
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | inglês | ingleses |
θηλυκό | inglesa | inglesas |
inglês (pt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | inglês | ingleses |
θηλυκό | inglesa | inglesas |
inglês (pt)