inhibé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό inhibé inhibés
θηλυκό inhibée inhibées

Επίθετο[επεξεργασία]

inhibé (fr)

  1. παρεμποδισμένος
  2. (μεταφορικά) ντροπαλός

Μετοχή[επεξεργασία]

inhibé (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη inhiber

Πηγές[επεξεργασία]