injouable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
injouable injouables

Επίθετο[επεξεργασία]

injouable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν μπορεί να παιχτεί, να εκτελεστεί
    un morceau injouable