injure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

injure < injury

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

injure (en)

  1. (μεταβατικό) βλάπτω, τραυματίζω
  2. (μεταβατικό) αδικώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

injure < injurie < λατινική injuria (αδικία, άδικο)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
injure injures

injure (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η αδικία
  2. (λόγιο) η βλάβη που προξενείται από τον χρόνο, τη φύση
  3. η προσβολή, η βρισιά
     συνώνυμα: gros mot, insulte, invective, juron
     αντώνυμα: compliment, éloge, louange

Συγγενικά[επεξεργασία]