innocuous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

innocuous (en)

  1. ακίνδυνος
  2. ανώδυνος, άκακος, που δεν προκαλεί εντάσεις ούτε βλάβη σε κάποιον
    an innocuous subject of conversation - ένα ανώδυνο θέμα συζήτησης