inoculation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inoculation | inoculations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inoculation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
inoculation | inoculations |
inoculation (fr) θηλυκό