insane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | insane |
συγκριτικός | insaner / more insane |
υπερθετικός | insanest / most insane |
Επίθετο[επεξεργασία]
insane (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insane | insanes |
insane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- τρελός, παράφρων
- που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον