inseparable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inseparable |
συγκριτικός | more inseparable |
υπερθετικός | most inseparable |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inseparable (en)
- αδιαχώριστος, που δεν μπορούν να διαχωριστούν
- ↪ The form of art is inseparable from its content.
- Η μορφή ενός έργου τέχνης είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό του.
- ↪ The form of art is inseparable from its content.
- αχώριστος, αναποχώριστος, για άτομα που περνούν τον περισσότερο χρόνο μαζί και είναι πολύ καλοί φίλοι
- ↪ The two are inseparable companions.
- Οι δυο τους είναι αχώριστοι σύντροφοι.
- ↪ an inseparable friend - αναποχώριστος φίλος
- ≈ συνώνυμα: joined at the hip
- ↪ The two are inseparable companions.