insolence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insolence (en)
- η αυθάδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- insolence < λατινική insolentia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insolence | insolences |
insolence (fr) θηλυκό
- η αυθάδεια