insolite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insolite | insolites |
insolite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
για πρόσωπα