instanco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | instanco | instancoj |
αιτιατική | instancon | instancojn |
instanco (eo)
- li renkontis funkciulojn de diversaj instancoj, συνάντησε υπαλλήλους διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών