intérioriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ʁjɔ.ʁi.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
intérioriser (fr)
- (ψυχολογία) κρατώ τα αισθήματά μου μέσα μου, δεν τα εξωτερικεύω, εσωτερικεύω