intempérie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intempérie | intempéries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intempérie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η απορρύθμιση του κλίματος
- (στον πληθυντικό) η κακοκαιρία· γενικός όρος που περιλαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, κ.ά.