intercostal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.kɔs.tal/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intercostal | intercostals |
θηλυκό | intercostale | intercostales |
intercostal (fr) αρσενικό
- μεσοπλεύριος, που βρίσκεται μεταξύ των πλευρών