intermittent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | intermittent |
συγκριτικός | more intermittent |
υπερθετικός | most intermittent |
Επίθετο[επεξεργασία]
intermittent (en)
- διαλειμματικός, διαλείπων
- ↪ intermittent fasting - διαλειμματική νηστεία
- ↪ intermittent fever - διαλείπων πυρετός
Παράγωγα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intermittent | intermittents |
θηλυκό | intermittente | intermittentes |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.mi.tɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
intermittent (fr) αρσενικό