interprète
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
interprète < λατινική interpres
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interprète | interprètes |
interprète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o διερμηνέας
- o ερμηνευτής