interrupteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interrupteur | interrupteurs |
θηλυκό | interruptrice | interruptrices |
interrupteur (fr)
- (σπάνιο) αυτός που διακόπτει κάποιον που μιλάει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interrupteur | interrupteurs |
interrupteur (fr) αρσενικό