intrépide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁe.pid/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intrépide | intrépides |
intrépide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intrépide | intrépides |
intrépide (fr) αρσενικό ή θηλυκό