intrigue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intrigue | intrigues |
intrigue (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η μπερδεμένη και ενοχλητική κατάσταση
- (παρωχημένο) η κρυφή ερωτική σχέση, συνήθως σύντομη
- η δολοπλοκία,η σκευωρία, η ραδιουργία
- η ίντριγκα στο θέατρο, στον κινηματογράφο, σε ένα μυθιστόρημα, η πλοκή
- η ραδιουργία