invent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | invent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invents |
αόριστος | invented |
παθητική μετοχή | invented |
ενεργητική μετοχή | inventing |
Ρήμα[επεξεργασία]
invent (en)
- εφευρίσκω, επινοώ, σκαρφίζομαι
- εφευρίσκω ψέματα, σκαρφίζομαι, πλάθω δικαιολογίες, μηχανεύομαι