invitation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
invitation invitations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

invitation (en)

  1. η πρόσκληση, το κάλεσμα, η ενέργεια του προσκαλώ
    an invitation to a wedding - κάλεσμα σε γάμο
    admission by invitation only - είσοδος μόνο με προσκλήσεις
  2. η πρόσκληση, το κάλεσμα που απευθύνεται σε κάποιο για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια
    He directed an open invitation to young people to turn out to the polls yesterday.
    Ανοιχτό κάλεσμα στους νέους να προσέλθουν στις κάλπες απηύθυνε χθες.
     συνώνυμα: call
  3. το προσκλητήριο, η πρόσκληση, το έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου
    wedding invitations - προσκλητήρια γάμου
    They printed the invitations and mailed them.
    Tύπωσαν τις προσκλήσεις και τις ταχυδρόμησαν.
     συνώνυμα: invitation card

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 748. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρόσκληση



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

invitation (fr) θηλυκό