involve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας involve
γ΄ ενικό ενεστώτα involves
αόριστος involved
παθητική μετοχή involved
ενεργητική μετοχή involving

Ρήμα[επεξεργασία]

involve (en) (μεταβατικό)

  1. συνεπάγομαι, για μια κατάσταση, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που είναι σημαντικό ή απαραίτητο μέρος ή αποτέλεσμα αυτής
    The construction of such a large project involves massive costs.
    Η κατασκευή ενός τόσο μεγάλου έργου συνεπάγεται τεράστια έξοδα.
    This involves a lot of work.
    Αυτό συνεπάγεται πολλή δουλειά.
    Your plans involve many expenses.
    Τα σχέδια σου συνεπάγονται πολλά έξοδα.
     συνώνυμα:  entail, imply, necessitate και require
  2. ασχολούμαι, μπλέκω, συμμετέχω ή επηρεάζομαι από μια κατάσταση, ένα γεγονός ή μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει κάποιον ή κάτι
    I am getting involved in politics./I am involved in politics.
    Ασχολούμαι με την πολιτική.
    I am not involved in sports/with such things.
    Δεν ασχολούμαι με σπορ/με τέτοια πράγματα.
    I don’t want to get involved/involve myself in their fights.
    Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
  3. μπλέκω, αναγκάζω κάποιον να συμμετέχει σε κάτι
    They involved me in organizing the trip.
    Με μπλέξανε να βοηθήσω στην οργάνωση της εκδρομής.
  4. ενοχοποιώ, μπλέκω, λέω ή κάνω κάτι για να δείξω ότι κάποιος συμμετείχε σε κάτι, ειδικά σε ένα έγκλημα
    His testimony involved many high-ranking officials.
    Η κατάθεσή του ενοχοποίησε πολλούς αξιωματούχους.
    Make sure you don’t involve any innocent people.
    Κοίτα να μην μπλέξεις κανέναν αθώο.
     συνώνυμα: implicate

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]