iomete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
iomete (eo)
- mi havas la impreson ke mi iomete progresis - έχω την εντύπωση ότι προόδευσα κάπως / λίγο