ipoteză
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ipoteză (ro) θηλυκό
- η υπόθεση
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του ipoteză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o ipoteză | ipoteza | nişte ipoteze | ipotezele |
γενική | a unei ipoteze | ipotezei | a unor ipoteze | ipotezelor |
δοτική | unei ipoteze | ipotezei | unor ipoteze | ipotezelor |
αιτιατική | o ipoteză | ipoteza | nişte ipoteze | ipotezele |
κλητική | — | - | — | - |