irmão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irmão | irmãos |
θηλυκό | irmã | irmãs |
irmão (pt)
- ο αδερφός
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irmão | irmãos |
θηλυκό | irmã | irmãs |
irmão (pt)