iskra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική iskra iskry
γενική iskry iskier
δοτική iskrze iskrom
αιτιατική iskrę iskry
οργανική iskrą iskrami
τοπική iskrze iskrach
κλητική iskro iskry

Ετυμολογία [επεξεργασία]

iskra < πρωτοσλαβική jьskra

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈiskra/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

iskra (pl) θηλυκό