iskra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iskra | iskry |
γενική | iskry | iskier |
δοτική | iskrze | iskrom |
αιτιατική | iskrę | iskry |
οργανική | iskrą | iskrami |
τοπική | iskrze | iskrach |
κλητική | iskro | iskry |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
iskra < πρωτοσλαβική jьskra
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
iskra (pl) θηλυκό