isocèle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
isocèle isocèles

Επίθετο[επεξεργασία]

isocèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό