itala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

itala < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική itala italaj
αιτιατική italan italajn

itala (eo)

  1. ιταλικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) η ιταλική γλώσσα, τα ιταλικά
  3. (ουσιαστικοποιημένο επίθετο) ο Ιταλός