jakość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική jakość jakości
γενική jakości jakości
δοτική jakości jakościom
αιτιατική jakość jakości
οργανική jakością jakościami
τοπική jakości jakościach
κλητική jakości jakości

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈjakɔɕʨ̑/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jakość (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]