jakość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jakość | jakości |
γενική | jakości | jakości |
δοτική | jakości | jakościom |
αιτιατική | jakość | jakości |
οργανική | jakością | jakościami |
τοπική | jakości | jakościach |
κλητική | jakości | jakości |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jakość (pl) θηλυκό
- η ποιότητα