jammer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jammer (en)
- παρεμβολέας, παρεμποδιστής σήματος
- μουσικός που τζαμάρει/αυτοσχεδιάζει χαλαρά
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
jammer (nl)