jammer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jammer (en)

  1. παρεμβολέας, παρεμποδιστής σήματος
  2. μουσικός που τζαμάρει/αυτοσχεδιάζει χαλαρά

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

jammer (nl)