jardinage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jardinage < jardiner

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jardinage jardinages

jardinage (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

jardinage < jardineux

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
jardinage jardinages

jardinage (fr) αρσενικό

  1. ελάττωμα ενός διαμαντιού, σκιές προερχόμενες από σπάσιμο ή ξένη ουσία

Συγγενικά[επεξεργασία]