jednotka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- jednotka < jeden
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jednotka (cs) θηλυκό
- η μονάδα
- ο αριθμός ένα
- σταθερό μέγεθος
- σχετικά ανεξάρτητο στοιχείο συνόλου