jettison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας jettison
γ΄ ενικό ενεστώτα jettisons
αόριστος jettisoned
παθητική μετοχή jettisoned
ενεργητική μετοχή jettisoning

Ρήμα[επεξεργασία]

jettison (en)

  1. πετάω άχρηστο βάρος από πλοίο, αερόστατο κλπ
  2. (μεταφορικά) εγκαταλείπω, απορρίπτω, πετάω κάτι άχρηστο ή ελαττωματικό
    I jettison goods into the sea.
    Πετώ εμπορεύματα στη θάλασσα.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη junk

Πηγές[επεξεργασία]