join

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
join joins
Βάσεις δεδομένων, SQL: όλες οι δυνατές περιπτώσεις συνένωσης (join)

join (en)

  1. ένωση, σύνδεση
  2. (μαθηματικά) σύνδεση, όρος στα μερικώς διατεταγμένα σύνολα
  3. (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση σχέσεων[1]
    Υπώνυμα: inner join (equijoin, theta join, natural join), outer join (full outer join, left outer join, right outer join), cross join και self-join

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας join
γ΄ ενικό ενεστώτα joins
αόριστος joined
παθητική μετοχή joined
ενεργητική μετοχή joining

join (en)

  1. ενώνω ή συνδέω
  2. τέμνομαι, συναντώμαι
  3. κάνω παρέα σε κάποιον, κάνω το ίδιο πράγμα που κάνει κι αυτός
    come here and join us
  4. μπαίνω σε, γίνομαι μέλος
    The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
    Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

(βάσεις δεδομένων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • join στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04