join
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
join | joins |
join (en)
- ένωση, σύνδεση
- (μαθηματικά) σύνδεση, όρος στα μερικώς διατεταγμένα σύνολα
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) η συνένωση σχέσεων[1]
- Υπώνυμα: inner join (equijoin, theta join, natural join), outer join (full outer join, left outer join, right outer join), cross join και self-join
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | join |
γ΄ ενικό ενεστώτα | joins |
αόριστος | joined |
παθητική μετοχή | joined |
ενεργητική μετοχή | joining |
join (en)
- ενώνω ή συνδέω
- τέμνομαι, συναντώμαι
- κάνω παρέα σε κάποιον, κάνω το ίδιο πράγμα που κάνει κι αυτός
- come here and join us
- μπαίνω σε, γίνομαι μέλος
- ↪ The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
- Ο νεαρός μουσικός δεν έχει σκεφτεί ποτέ να μπει στη συμφωνική ορχήστρα.
- ↪ The young musician has never considered joining the symphony orchestra.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(βάσεις δεδομένων)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- join στην αγγλική Βικιπαίδεια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- join forces: ενώνω τις δυνάμεις μου με...
- join hands: συμπορεύομαι
- join in: συμμετέχω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 60 και 68, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04