joint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

joint (en)

  1. αρμός
  2. (ανατομία) η άρθρωση, η κλείδωση



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
joint joints

joint (fr) αρσενικό

  1. ο αρμός
  2. η φλάντζα

Επίθετο[επεξεργασία]