judaïté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

judaïté (fr)

  • ο ιουδαϊσμός κάποιου, το αίσθημα ότι ανήκει στην ιουδαϊκή κοινότητα