jugular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
jugular (en)
- σχετικός με τον λαιμό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jugular (en)
- η σφαγίτιδα (φλέβα)
- (μεταφορικά) οποιοδήποτε κρίσιμο ευπαθές σημείο