justified
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | justified |
συγκριτικός | more justified |
υπερθετικός | most justified |
Επίθετο[επεξεργασία]
justified (en)
- δικαιολογημένος, έχω καλό λόγο να κάνω κάτι
- ↪ I am justified in believing that…
- Είμαι δικαιολογημένος/Έχω τα δικαιώματα να πιστεύω ότι…
- ↪ I am justified in believing that…
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
justified (en)