kérosène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Απο το κηρός.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kérosène kérosènes

kérosène (fr) αρσενικό