kadro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadro | kadroj |
αιτιατική | kadron | kadrojn |
kadro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadro | kadroj |
αιτιατική | kadron | kadrojn |
kadro (eo)