kaléidoscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το καλός, ωραίος, το είδος, εμφάνιση, και το σκοπείν, κοιτάζω.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kaléidoscope | kaléidoscopes |
kaléidoscope (fr) αρσενικό