kaléidoscope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Από το καλός, ωραίος, το είδος, εμφάνιση, και το σκοπείν, κοιτάζω.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kaléidoscope kaléidoscopes

kaléidoscope (fr) αρσενικό