kamel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kamel (da)
- (θηλαστικό ζώο) η καμήλα
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kamel (no)
- (θηλαστικό ζώο) η καμήλα