kapreolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pɾeˈo.lo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapreolo | kapreoloj |
αιτιατική | kapreolon | kapreolojn |
kapreolo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το ζαρκάδι