karınca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Μυρμήγκι: karınca.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

karınca < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰆𐰢𐰆𐰺𐰽𐰍𐰀 (qumursɣa)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɑˈɾɯn.d͡ʒɑ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

karınca (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]