karakterizaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- karakterizaĵo < karakteriz- + -aĵ- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karakterizaĵo | karakterizaĵoj |
αιτιατική | karakterizaĵon | karakterizaĵojn |
karakterizaĵo (eo)