karstique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Γερμανική λέξη, σλοβενικής προέλευσης. Kars : περιοχή της Σλοβενίας με ασβεστολιθικά πετρώματα.
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
karstique | karstiques |
karstique (fr) αρσενικό
- καρστικό πέτρωμα