kavun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kavun < παλαιά τουρκικά kaguŋ, kabuŋ (πεπόνι) < πρωτοτουρκική *kāgun
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kavun (tr)
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | kavun | kavunlar |
αιτιατική | kavunu | kavunları |
δοτική | kavuna | kavunlara |
τοπική | kavunda | kavunlarda |
αφαιρετική | kavundan | kavunlardan |
γενική | kavunun | kavunların |