keen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

keen (en)

  1. οξύς, κοφτερός
    a keen razor - κοφτερό ξυράφι
  2. ενθουσιώδης (που είναι έτοιμος να κάνει κάτι με μεγάλη όρεξη, πάθος, ενθουσιασμό)
  3. ...