keen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
keen (en)
- οξύς, κοφτερός
- a keen razor - κοφτερό ξυράφι
- ενθουσιώδης (που είναι έτοιμος να κάνει κάτι με μεγάλη όρεξη, πάθος, ενθουσιασμό)
- ...