keep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας keep
γ΄ ενικό ενεστώτα keeps
αόριστος kept
παθητική μετοχή kept
ενεργητική μετοχή keeping
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

keep (en)

  1. κρατώ
  2. διατηρώ
    I do exercises to keep fit.
    Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
  3. συνεχίζω, διαρκώς, συνεχώς
    Keep eating!
    Συνέχισε να τρως!
    The little dog kept barking.
    Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
    Athens keeps growing.
    Η Αθήνα διαρκώς μεγαλώνει.
    Our expenses/debts keep climbing.
    Τα έξοδά μας/χρέη μας ανεβαίνουν συνεχώς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continue

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]